- διεπέπαυντο
- διαπαύωbring to an endplup ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαπαύω — (AM) 1. διακόπτω, σταματώ κάτι 2. φρ. «διαπαύω τον βίον» πεθαίνω 3. καλώ κάποιον να διακόψει την εργασία για να ξεκουραστεί 4. μέσ. α) αναπαύομαι β) φρ. «oἱ στρατιῶται διεπέπαυντο» οι στρατιώτες είχαν διαλυθεί, διασκορπιστεί … Dictionary of Greek